Ο Ιταλός στρατηγός GIULIO DOUHET, γεννήθηκε στην Καζέρτα το 1869.
Κατατάχθηκε στον Ιταλικό στρατό σαν αξιωματικός του πυροβολικού το 1882. Στα 1909 άρχισε να σκέφτεται σοβαρά την εμπλοκή του αεροπλάνου σε πολεμικές
επιχειρήσεις. ∆ιοίκησε, μέχρι την είσοδο της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια από τις πρώτες μονάδες αεροπλάνων του στρατού. Επίσης σχηματοποίησε τις
θεωρίες του σχετικά με την καθυπόταξη του αντιπάλου μέσω του βομβαρδισμού πληθυσμιακών κέντρων ώστε να καμφθεί το ηθικό του.
Στο μέτωπο κατά των Αυστριακών, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση ανάλογη με αυτή των υπολοίπων συμμάχων, όπου το μέτωπο ήταν στατικό με πολλές εφόδους που οδηγούσαν σε πολλαπλές απώλειες προσωπικού, τόλμησε
να διατυπώσει τις απόψεις. Σύμφωνα με αυτές, θα έπρεπε οι Ιταλοί να χρησιμοποιήσουν 500 βομβαρδιστικά αεροσκάφη με τα οποία θα βομβάρδιζαν πόλεις της Αυστρία. Για τις απόψεις του αυτές πέρασε στρατοδικείο και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Στα 1918 επανήλθε σε υπηρεσία και ανέλαβε τη διοίκηση του Κεντρικού Ιταλικού Γραφείου Αεροναυτικής.
Στα 1921 εκδίδει το βιβλίο του “Command of the Air”, ενώ εκτός από μερικούς μήνες σαν επικεφαλής της αεροπορίας στην κυβέρνηση Μουσολίνι, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του για να γράψει και να δημοσιεύσει τις απόψεις του σχετικά με την αεροπορική ισχύ. Στα 1923 ένα αντίτυπο του βιβλίου του που διαβάστηκε στο Σχολείο Τακτικής της Αεροπορίας των ΗΠΑ έδρασε καταλυτικά και επηρέασε καταλυτικά τον τρόπο σκέψης των αμερικανών αεροπόρων για
τα επόμενα χρόνια.
Η Θεωρία
O GIULIO DOUHET πρωτοπαρουσίασε τα κείμενά του που έκαναν λόγο για την αεροπορική ισχύ και τη χρησιμοποίησή της στα 1921. Στα κείμενα αυτά η
βασική επιχειρηματολογία στρέφεται γύρω από τρεις άξονες, την ανάγκη να πειστεί το στρατιωτικό-ναυτικό και πολιτικό κατεστημένο για την ανάγκη ύπαρξης
μιας ανεξάρτητης αεροπορίας, το ρόλο αυτής της αεροπορίας τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο, τρόπους και αρχές χρήσης της αεροπορικής ισχύος,
τεχνικές λεπτομέρειες για την ανάπτυξη μέσων αεροπορικής ισχύος. Με βάση αυτό το διαχωρισμό θα γίνει και η παρουσίαση των απόψεων αυτών παρακάτω.
Η Ανεξάρτητη Αεροπορία
Την περίοδο εκείνη το όλο κλίμα δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό για την αεροπορία ως ανεξάρτητο όπλου. Μαζί με όλα τα άλλα νέα όπλα που είχε φέρει η τεχνολογία στο πεδίο της μάχης για την υποστήριξη του στρατού και του ναυτικού ήταν και το αεροπλάνο. Κατά συνέπεια για τους περισσότερους δεν ετίθετο καν θέμα για την ύπαρξη ανεξάρτητης αεροπορίας, πόσο δε μάλιστα για το ποιος θα ήταν ο ρόλος μιας τέτοιας αεροπορίας.
Αφού χρησιμοποίησε πολλά επιχειρήματα για να αποδείξει τη σημασία της ανεξαρτητοποίησης αυτής επιχειρηματολόγησε για το ρόλο της στο πεδίο της
μάχης. Έχοντας διοικήσει τις Ιταλικές δυνάμεις ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις δυνατότητες που υπήρχαν και τις εξέθεσε λεπτομερώς.
Βασική γραμμή κατά συνέπεια στα έργα του υπήρξε η υποστήριξη της ιδέας ότι η αεροπορία πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Στην αρχική, 1921, έκδοση του έργου του γνώριζε ότι οι αναγνώστες του δεν θα ήταν ώριμοι και δεκτικοί σε μια τέτοια λογική. Κατά συνέπεια υποστήριξε την ανάγκη ύπαρξης τριών αεροποριών, μιας ανεξάρτητης και δυο βοηθητικών, μιας για το στρατό και μιας για το ναυτικό: «Είναι φανερό ότι, αμφότεροι και ο στρατός και το ναυτικό ,ο καθένας στο δικό του πεδίο, πρέπει να επιχειρούν προς τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, δηλαδή να κερδίσουν τον πόλεμο. Πρέπει να δρουν σε συμφωνία αλλά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Το να κάνουμε τον ένα εξαρτώμενο από τον άλλο θα περιόριζε την ελευθερία δράσης του ενός ή του άλλου, και έτσι θα περιόριζε τη συνολική τους αποτελεσματικότητα. Ομοίως μια πολεμική αεροπορία θα πρέπει πάντα να συνεργάζεται με το στρατό και το ναυτικό, αλλά θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη και από τους δυο.»
Στην αναθεωρημένη έκδοση όμως, το 1927, επιτίθεται ανοικτά κατά της ιδέας ύπαρξης τριών διαφορετικών αεροποριών θεωρώντας το σπατάλη μέσων:
«Κατά συνέπεια, τα αεροπορικά μέσα που παρακρατήθηκαν για την βοηθητική αεροπορία είναι μέσα που εξετράπησαν από τον ουσιαστικό τους σκοπό, και είναι άχρηστα αν αυτός ο σκοπός δεν επιδιώκεται»
Βέβαια ο διακαής πόθος της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης αεροπορικής δύναμης δεν σημαίνει αυτόματα την θεώρησή της ως το όπλο που θα σηκώσει το βάρος των επιχειρήσεων : «Η χρήση των στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στον πόλεμο θα πρέπει να κατευθύνεται προς ένα σκοπό, να νικήσεις. Για να πετύχουν μέγιστη αποτελεσματικότητα αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να συντονιστούν μεθοδικά και σε αρμονία μεταξύ τους. Οι τρεις δυνάμεις θα πρέπει να λειτουργήσουν σαν συστατικά – ή παράγοντες – ενός μόνο προϊόντος στο οποίο τα καλύτερα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την κατάλληλη κατανομή (δοσολογία) των χρησιμοποιουμένων συστατικών».
Παρόμοιες λογικές θα υιοθετήσει αργότερα και ο WARDEN .
Η ανάγκη να υποστηριχτεί η οργάνωση μιας ανεξάρτητης αεροπορίας με τη «φτωχή» λίστα των αποστολών υποστήριξης, έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από
επιχειρήματα που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Ένα τέτοιο ήταν η προσβολή εναντίον στόχων στρατηγικής αξίας που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιχειρήσεις των φιλίων δυνάμεων. Φυσικά τέτοιες αποστολές δεν θα μπορούσαν να συλληφθούν και διαταχτούν από ανθρώπους που έβλεπαν σαν χώρο διεξαγωγής του πολέμου το «στενό» πεδίο της μάχης : « Αεροπορικές επιθέσεις που μπορούν να εκτελεστούν πίσω από τις εχθρικές γραμμές όπου ούτε
η χερσαία ούτε η ναυτική ισχύς μπορεί να φτάσει, μπορεί να αποδειχθούν
χρήσιμες και στο στρατό και στο ναυτικό ».
Ο ρόλος της Ανεξάρτητης Αεροπορίας στη ειρήνη και στον πόλεμο.
Αρχικά προσδιόρισε πολύ σωστά ότι οι αεροπορικές δυνάμεις είχαν μοναδικές δυνατότητες κινητοποίησης ειδικότερα δε σε σχέση με τα μέτρα της εποχής. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να αποτελέσουν την πρώτη γραμμή άμυνας: «Όλοι συμφωνούν ότι τα χαρακτηριστικά του αεροπορικού όπλου το κάνουν να είναι το όπλο που θα μπει πρώτο σε δράση – άμεσα – στην πράξη, ίσως ακόμη πριν ο πόλεμος κηρυχθεί επισήμως. Γι’ αυτό το λόγο η αεροπορία θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμη να κινητοποιηθεί και να αναπτυχθεί. Να κινητοποιηθεί σημαίνει να κινηθεί με συγκεκριμένο τρόπο, να είναι ικανή να τα μαζέψει και να φύγει από τις περιοχές ανάπτυξης στην ειρήνη, και μόνο με τα μέσα που διαθέτει να μπορεί συντηρηθεί και να δράσει αυτόνομα ».
Όλα αυτά προσδιόριζαν την ανάγκη ύπαρξης μέσων και υλικών υποστήριξης που δεν θα περιόριζαν τα χαρακτηριστικά ευκινησίας που διέθετε η αεροπορική δύναμη.
Προσδιόρισε επίσης ότι θα έπρεπε τα εμπλεκόμενα μέσα να είναι άμεσα διαθέσιμα: « Ο αεροπορικός πόλεμος θα διεξαχθεί και θα κριθεί από τα άμεσα διατιθέμενα μέσα. Εκείνος που θα πιαστεί απροετοίμαστος θα νικηθεί μια για πάντα στον αέρα ». Αυτό απαντούσε στη λογική της ύπαρξης μικρής μόνο δύναμης σε ετοιμότητα και πλήρους κινητοποίησης μετά την έναρξη των
επιχειρήσεων. ∆εν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το κόστος των εξοπλισμών ήταν ανέκαθεν σημαντικό ειδικότερα σε μια εποχή όπου μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα χρήματα ήταν πολύτιμα για την ανασυγκρότηση των κρατών.
Συνέπεια των δυνατοτήτων αυτών των αεροπορικών δυνάμεων και των μοναδικών τους χαρακτηριστικών είναι η αυξημένη σημασία τους στο πεδίο της μάχης. Οι μοναδικές εντυπώσεις που είχαν προκαλέσει οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε πόλεις κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αδυναμία των «παραδοσιακών» ενόπλων δυνάμεων να τις εμποδίσουν υπήρξαν καθοριστικές για τη διατύπωση των νέων δογμάτων και τη σημασία της αεροπορίας σε αυτά.
Σημασία που τους έδινε το «προνόμιο» να αποτελούν πρώτους στόχους για τον
αντίπαλο: «Οι άμυνες στη στεριά και στη θάλασσα δεν θα υπηρετούν πλέον στην
προστασία της χώρας πίσω από αυτές, ούτε μπορεί η νίκη στη στεριά ή στη θάλασσα να προστατεύσει τον λαό από εχθρικές αεροπορικές επιθέσεις εκτός αν
η νίκη σιγουρέψει την καταστροφή, με την πραγματική κατάληψη της εχθρικής
επικράτειας, όλων όσων ζωογονούν τις αεροπορικές του δυνάμεις»
Η πικρή εμπειρία από τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε σε διαπιστώσεις που δεν θα μπορούσαν την εποχή εκείνη να γίνουν εύκολα αντιληπτές υπό το πρίσμα των ταχυτήτων της εποχής τόσο σε ότι αφορά τη δράση όσο και την αντίδραση : «... η αεροπορική ισχύς είναι ένα όπλο εξεχόντως προσαρμοσμένο σε επιθετικές επιχειρήσεις, επειδή κτυπά ξαφνικά και δεν δίνει στον αντίπαλο χρόνο να αποφύγει το κτύπημα καλώντας ενισχύσεις».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη το ταχύτερο μέσο διεξαγωγής μάχης ήταν το άλογο και το οπλισμένο αυτοκίνητο ενώ ακόμη και το άρμα εκινείτο με μόλις 6-8 μίλια την ώρα. Αντίστοιχη ήταν και η κατάσταση στη θάλασσα με ταχύτητες μέχρι 20 κόμβους.
Φυσικά ένα ακόμη επακόλουθο της αλλαγής στον τρόπο σκέψης που έφερε η χρήση των βομβαρδιστικών ήταν η υιοθέτηση δογμάτων προληπτικού χτυπήματος : «Ομοίως, δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να εμποδίσουμε τον αντίπαλο από το να μας επιτεθεί με την αεροπορία του εκτός από το να καταστρέψουμε την αεροπορική του ισχύ προτού να έχει την ευκαιρία να μας προσβάλει ».
Το σημαντικότερο όμως ήταν να καθοριστεί η φιλοσοφία δράσης του αεροπορικού όπλου ως καθαρά επιθετικό όπλο. : «Το ίδιο το μέγεθος μιας πιθανής αεροπορικής επίθεσης απαιτεί μιαν απάντηση στο ερώτημα «πως μπορούμε να αμυνθούμε απέναντί τους;» Σε αυτό απαντούσα πάντοτε «Με επίθέση» Όλα αυτά φυσικά υπό το πρίσμα ότι η αεροπορία μπορεί να μεταφέρει τον πόλεμο βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην επιφάνεια της στεριάς ή την επιφάνεια της θάλασσας.
Η ανάλυση των δυνατοτήτων του όπλου που συνεχώς διευρύνονταν λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων προσδιόρισαν τη σημασία της ταχύτητας στη δράση λόγω των αφού αυτή μπορούσε να επιφέρει πολλά και σημαντικά πλήγματα στον εχθρό : «...είναι φανερό ότι εκείνα τα έθνη που έχουν τα μέσα να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους ταχύτατα και να προσβάλουν σε όποιο σημείο των εχθρικών δυνάμεων και γραμμών ανεφοδιασμού επιθυμούν, είναι τα έθνη τα οποία έχουν τη
μεγαλύτερη δυνητικά επιθετική ισχύ »
Ο βασικός ρόλος της αεροπορίας όπως τον οραματίστηκε ο Ιταλός στρατηγός αφορούσε την απόκτηση του ελέγχου του αέρα, σε αντιδιαστολή με τις περιορισμένης σημασίας επιχειρήσεις υποστήριξης που γίνονταν έως τότε. Ο έλεγχος αυτός θα έδινε τη δυνατότητα άμεσου και αποφασιστικού επηρεασμού των επιχειρήσεων των άλλων όπλων : « Μια ανεξάρτητη αεροπορία που κατακτά τον έλεγχο του αέρα και διατηρεί ικανή ισχύ για να συντρίψει την αντίσταση του εχθρού θα είναι σε θέση να επιτύχει τη νίκη ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην
επιφάνεια».
Οι δυνατότητες που έδιναν στο στρατηγείο τα αεροπλάνα και η χρήση τους βαθιά μέσα στα εχθρικά μετόπισθεν για επιχειρήσεις εναντίον των βάσεων συγκέντρωσης και ανεφοδιασμού ήταν χωρίς προηγούμενο. Αυτό γιατί μέχρι τότε για να προσβληθούν αυτές οι βάσεις θα έπρεπε να διασπαστεί το μέτωπο, κάτι που έπαψε να είναι απαραίτητο αφού τα αεροπλάνα θα το παρέκαμπταν :«Το να έχεις τον έλεγχο του αέρα σημαίνει να είσαι σε θέση να διαχειρίζεσαι την επιθετική δύναμη με τέτοιο μέγεθος που προκαλεί την ανθρώπινη φαντασία. Σημαίνει να
είσαι σε θέση να αποκόψεις έναν εχθρικό στρατό ή ναυτικό από τις βάσεις επιχειρήσεών τους και να εκμηδενίσεις τις πιθανότητές τους να κερδίσουν τον
πόλεμο...με λίγα λόγια σημαίνει, να είσαι σε θέση να νικήσεις ».
Φυσικά η αποκοπή των εχθρικών δυνάμεων από τον ομφάλιο λώρο ανεφοδιασμού τους θα μετέτρεπε τις επιχειρήσεις στη στεριά και στη θάλασσα σε άμεσα εξαρτημένες από τον παράγοντα χρόνο σε συνδυασμό με το βαθμό κατανάλωσης των μέσων.
Η ανάγκη για εξοικονόμηση πόρων προσδιόρισε τη χρήση των μέσων και των υποδομών της πολιτικής αεροπορίας ως συμπληρωματικών σε αυτές των ενόπλων δυνάμεων :« Η πολιτική αεροπορία χρησιμοποιεί αεροπλάνα, εκπαιδεύει πιλότους και τους συντηρεί σε ενεργό υπηρεσία, και χρησιμοποιεί ποικίλα αεροπορικά μέσα – όλα αυτά μέσα άμεσα χρησιμοποιήσιμα από τα όργανα της εθνικής άμυνας, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις – όπως, για παράδειγμα ότι τα αεροπλάνα μπορούν να είναι ταχύτατα και εύκολα μετατρέψιμα σε πολεμικά αεροπλάνα ».
Βέβαια η λογική της χρήσης των αεροπλάνων για πολεμικούς σκοπούς αν και δε διαψεύστηκε ποτέ εντελώς εν τούτοις μάλλον απείχε σημαντικά από τον τρόπο που την οραματίστηκε ο DOUHET.
Η χρήση της ορολογίας «έλεγχο του αέρα», ενδεχομένως να ξένισε αρχικά γι’ αυτό προέκυψε η ανάγκη ανάλυσης. Το να κατακτηθεί ο έλεγχος του αέρα από μια αεροπορική δύναμη ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους, σίγουρα όμως ο δημοφιλέστερος, από την πλευρά των αντιπάλων, θα ήταν η λογική της διόγκωσης της απαιτούμενης δύναμης ώστε στη συνέχεια να απαξιωθεί η θεωρία λόγω του κόστους των απαιτουμένων μέσων :« Με την έκφραση «έλεγχο του αέρα» δεν εννοώ την κυριαρχία στον αέρα ούτε την κυριαρχία των αεροπορικών μέσων, μα την κατάσταση εκείνη στην οποία βρισκόμαστε ικανοί να πετάξουμε απέναντι σε έναν εχθρό που δεν μπορεί να κάνει το ίδιο ».
Η σωστότερη όμως ερμηνεία είναι τα μέσα και ο τρόπος χρήσης της δύναμης αυτής.
Οι πρωτόγνωρες αυτές δυνατότητες προσβολής και καταστροφής στόχων στα εχθρικά μετόπισθεν έφεραν στο προσκήνιο τα κέντρα βάρους του Κλαούζεβιτς τα οποία ο DOUHET περιέγραψε ως «ζωτικά κέντρα».
Στόχοι που μέχρι τότε μόνο στα χαρτιά θα μπορούσαν να βρίσκονται, ήρθαν σε απόσταση βολής με τα αεροπλάνα: «Γενικά οι αεροπορικές επιθέσεις θα κατευθυνθούν εναντίον τέτοιων στόχων όπως οι βιομηχανικές και οι εμπορικές εγκαταστάσεις της ειρηνικής περιόδου, σημαντικά κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια, μεταφορικές αρτηρίες και κέντρα, καθώς και συγκεκριμένα προσδιορισμένες περιοχές με αστικό πληθυσμό ». Ο βομβαρδισμός των αστικών κέντρων έχει χρεωθεί υπερβολικά στον DOUHET πιθανότατα γιατί τον ευαγγελίστηκε πρώτος.
Παρ’ όλα αυτά όμως χρησιμοποιήθηκε από όλους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς σοβαρά υλικά
αποτελέσματα. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η χρήση του ήταν συντριπτική και καθόρισε τη συμμαχική νίκη σε μεγάλο βαθμό.
Κατατάχθηκε στον Ιταλικό στρατό σαν αξιωματικός του πυροβολικού το 1882. Στα 1909 άρχισε να σκέφτεται σοβαρά την εμπλοκή του αεροπλάνου σε πολεμικές
επιχειρήσεις. ∆ιοίκησε, μέχρι την είσοδο της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια από τις πρώτες μονάδες αεροπλάνων του στρατού. Επίσης σχηματοποίησε τις
θεωρίες του σχετικά με την καθυπόταξη του αντιπάλου μέσω του βομβαρδισμού πληθυσμιακών κέντρων ώστε να καμφθεί το ηθικό του.
Στο μέτωπο κατά των Αυστριακών, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση ανάλογη με αυτή των υπολοίπων συμμάχων, όπου το μέτωπο ήταν στατικό με πολλές εφόδους που οδηγούσαν σε πολλαπλές απώλειες προσωπικού, τόλμησε
να διατυπώσει τις απόψεις. Σύμφωνα με αυτές, θα έπρεπε οι Ιταλοί να χρησιμοποιήσουν 500 βομβαρδιστικά αεροσκάφη με τα οποία θα βομβάρδιζαν πόλεις της Αυστρία. Για τις απόψεις του αυτές πέρασε στρατοδικείο και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Στα 1918 επανήλθε σε υπηρεσία και ανέλαβε τη διοίκηση του Κεντρικού Ιταλικού Γραφείου Αεροναυτικής.
Στα 1921 εκδίδει το βιβλίο του “Command of the Air”, ενώ εκτός από μερικούς μήνες σαν επικεφαλής της αεροπορίας στην κυβέρνηση Μουσολίνι, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του για να γράψει και να δημοσιεύσει τις απόψεις του σχετικά με την αεροπορική ισχύ. Στα 1923 ένα αντίτυπο του βιβλίου του που διαβάστηκε στο Σχολείο Τακτικής της Αεροπορίας των ΗΠΑ έδρασε καταλυτικά και επηρέασε καταλυτικά τον τρόπο σκέψης των αμερικανών αεροπόρων για
τα επόμενα χρόνια.
Η Θεωρία
O GIULIO DOUHET πρωτοπαρουσίασε τα κείμενά του που έκαναν λόγο για την αεροπορική ισχύ και τη χρησιμοποίησή της στα 1921. Στα κείμενα αυτά η
βασική επιχειρηματολογία στρέφεται γύρω από τρεις άξονες, την ανάγκη να πειστεί το στρατιωτικό-ναυτικό και πολιτικό κατεστημένο για την ανάγκη ύπαρξης
μιας ανεξάρτητης αεροπορίας, το ρόλο αυτής της αεροπορίας τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο, τρόπους και αρχές χρήσης της αεροπορικής ισχύος,
τεχνικές λεπτομέρειες για την ανάπτυξη μέσων αεροπορικής ισχύος. Με βάση αυτό το διαχωρισμό θα γίνει και η παρουσίαση των απόψεων αυτών παρακάτω.
Η Ανεξάρτητη Αεροπορία
Την περίοδο εκείνη το όλο κλίμα δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό για την αεροπορία ως ανεξάρτητο όπλου. Μαζί με όλα τα άλλα νέα όπλα που είχε φέρει η τεχνολογία στο πεδίο της μάχης για την υποστήριξη του στρατού και του ναυτικού ήταν και το αεροπλάνο. Κατά συνέπεια για τους περισσότερους δεν ετίθετο καν θέμα για την ύπαρξη ανεξάρτητης αεροπορίας, πόσο δε μάλιστα για το ποιος θα ήταν ο ρόλος μιας τέτοιας αεροπορίας.
Αφού χρησιμοποίησε πολλά επιχειρήματα για να αποδείξει τη σημασία της ανεξαρτητοποίησης αυτής επιχειρηματολόγησε για το ρόλο της στο πεδίο της
μάχης. Έχοντας διοικήσει τις Ιταλικές δυνάμεις ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις δυνατότητες που υπήρχαν και τις εξέθεσε λεπτομερώς.
Βασική γραμμή κατά συνέπεια στα έργα του υπήρξε η υποστήριξη της ιδέας ότι η αεροπορία πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Στην αρχική, 1921, έκδοση του έργου του γνώριζε ότι οι αναγνώστες του δεν θα ήταν ώριμοι και δεκτικοί σε μια τέτοια λογική. Κατά συνέπεια υποστήριξε την ανάγκη ύπαρξης τριών αεροποριών, μιας ανεξάρτητης και δυο βοηθητικών, μιας για το στρατό και μιας για το ναυτικό: «Είναι φανερό ότι, αμφότεροι και ο στρατός και το ναυτικό ,ο καθένας στο δικό του πεδίο, πρέπει να επιχειρούν προς τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, δηλαδή να κερδίσουν τον πόλεμο. Πρέπει να δρουν σε συμφωνία αλλά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Το να κάνουμε τον ένα εξαρτώμενο από τον άλλο θα περιόριζε την ελευθερία δράσης του ενός ή του άλλου, και έτσι θα περιόριζε τη συνολική τους αποτελεσματικότητα. Ομοίως μια πολεμική αεροπορία θα πρέπει πάντα να συνεργάζεται με το στρατό και το ναυτικό, αλλά θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη και από τους δυο.»
Στην αναθεωρημένη έκδοση όμως, το 1927, επιτίθεται ανοικτά κατά της ιδέας ύπαρξης τριών διαφορετικών αεροποριών θεωρώντας το σπατάλη μέσων:
«Κατά συνέπεια, τα αεροπορικά μέσα που παρακρατήθηκαν για την βοηθητική αεροπορία είναι μέσα που εξετράπησαν από τον ουσιαστικό τους σκοπό, και είναι άχρηστα αν αυτός ο σκοπός δεν επιδιώκεται»
Βέβαια ο διακαής πόθος της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης αεροπορικής δύναμης δεν σημαίνει αυτόματα την θεώρησή της ως το όπλο που θα σηκώσει το βάρος των επιχειρήσεων : «Η χρήση των στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στον πόλεμο θα πρέπει να κατευθύνεται προς ένα σκοπό, να νικήσεις. Για να πετύχουν μέγιστη αποτελεσματικότητα αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να συντονιστούν μεθοδικά και σε αρμονία μεταξύ τους. Οι τρεις δυνάμεις θα πρέπει να λειτουργήσουν σαν συστατικά – ή παράγοντες – ενός μόνο προϊόντος στο οποίο τα καλύτερα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την κατάλληλη κατανομή (δοσολογία) των χρησιμοποιουμένων συστατικών».
Παρόμοιες λογικές θα υιοθετήσει αργότερα και ο WARDEN .
Η ανάγκη να υποστηριχτεί η οργάνωση μιας ανεξάρτητης αεροπορίας με τη «φτωχή» λίστα των αποστολών υποστήριξης, έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από
επιχειρήματα που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Ένα τέτοιο ήταν η προσβολή εναντίον στόχων στρατηγικής αξίας που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιχειρήσεις των φιλίων δυνάμεων. Φυσικά τέτοιες αποστολές δεν θα μπορούσαν να συλληφθούν και διαταχτούν από ανθρώπους που έβλεπαν σαν χώρο διεξαγωγής του πολέμου το «στενό» πεδίο της μάχης : « Αεροπορικές επιθέσεις που μπορούν να εκτελεστούν πίσω από τις εχθρικές γραμμές όπου ούτε
η χερσαία ούτε η ναυτική ισχύς μπορεί να φτάσει, μπορεί να αποδειχθούν
χρήσιμες και στο στρατό και στο ναυτικό ».
Ο ρόλος της Ανεξάρτητης Αεροπορίας στη ειρήνη και στον πόλεμο.
Αρχικά προσδιόρισε πολύ σωστά ότι οι αεροπορικές δυνάμεις είχαν μοναδικές δυνατότητες κινητοποίησης ειδικότερα δε σε σχέση με τα μέτρα της εποχής. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να αποτελέσουν την πρώτη γραμμή άμυνας: «Όλοι συμφωνούν ότι τα χαρακτηριστικά του αεροπορικού όπλου το κάνουν να είναι το όπλο που θα μπει πρώτο σε δράση – άμεσα – στην πράξη, ίσως ακόμη πριν ο πόλεμος κηρυχθεί επισήμως. Γι’ αυτό το λόγο η αεροπορία θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμη να κινητοποιηθεί και να αναπτυχθεί. Να κινητοποιηθεί σημαίνει να κινηθεί με συγκεκριμένο τρόπο, να είναι ικανή να τα μαζέψει και να φύγει από τις περιοχές ανάπτυξης στην ειρήνη, και μόνο με τα μέσα που διαθέτει να μπορεί συντηρηθεί και να δράσει αυτόνομα ».
Όλα αυτά προσδιόριζαν την ανάγκη ύπαρξης μέσων και υλικών υποστήριξης που δεν θα περιόριζαν τα χαρακτηριστικά ευκινησίας που διέθετε η αεροπορική δύναμη.
Προσδιόρισε επίσης ότι θα έπρεπε τα εμπλεκόμενα μέσα να είναι άμεσα διαθέσιμα: « Ο αεροπορικός πόλεμος θα διεξαχθεί και θα κριθεί από τα άμεσα διατιθέμενα μέσα. Εκείνος που θα πιαστεί απροετοίμαστος θα νικηθεί μια για πάντα στον αέρα ». Αυτό απαντούσε στη λογική της ύπαρξης μικρής μόνο δύναμης σε ετοιμότητα και πλήρους κινητοποίησης μετά την έναρξη των
επιχειρήσεων. ∆εν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το κόστος των εξοπλισμών ήταν ανέκαθεν σημαντικό ειδικότερα σε μια εποχή όπου μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα χρήματα ήταν πολύτιμα για την ανασυγκρότηση των κρατών.
Συνέπεια των δυνατοτήτων αυτών των αεροπορικών δυνάμεων και των μοναδικών τους χαρακτηριστικών είναι η αυξημένη σημασία τους στο πεδίο της μάχης. Οι μοναδικές εντυπώσεις που είχαν προκαλέσει οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε πόλεις κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αδυναμία των «παραδοσιακών» ενόπλων δυνάμεων να τις εμποδίσουν υπήρξαν καθοριστικές για τη διατύπωση των νέων δογμάτων και τη σημασία της αεροπορίας σε αυτά.
Σημασία που τους έδινε το «προνόμιο» να αποτελούν πρώτους στόχους για τον
αντίπαλο: «Οι άμυνες στη στεριά και στη θάλασσα δεν θα υπηρετούν πλέον στην
προστασία της χώρας πίσω από αυτές, ούτε μπορεί η νίκη στη στεριά ή στη θάλασσα να προστατεύσει τον λαό από εχθρικές αεροπορικές επιθέσεις εκτός αν
η νίκη σιγουρέψει την καταστροφή, με την πραγματική κατάληψη της εχθρικής
επικράτειας, όλων όσων ζωογονούν τις αεροπορικές του δυνάμεις»
Η πικρή εμπειρία από τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε σε διαπιστώσεις που δεν θα μπορούσαν την εποχή εκείνη να γίνουν εύκολα αντιληπτές υπό το πρίσμα των ταχυτήτων της εποχής τόσο σε ότι αφορά τη δράση όσο και την αντίδραση : «... η αεροπορική ισχύς είναι ένα όπλο εξεχόντως προσαρμοσμένο σε επιθετικές επιχειρήσεις, επειδή κτυπά ξαφνικά και δεν δίνει στον αντίπαλο χρόνο να αποφύγει το κτύπημα καλώντας ενισχύσεις».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη το ταχύτερο μέσο διεξαγωγής μάχης ήταν το άλογο και το οπλισμένο αυτοκίνητο ενώ ακόμη και το άρμα εκινείτο με μόλις 6-8 μίλια την ώρα. Αντίστοιχη ήταν και η κατάσταση στη θάλασσα με ταχύτητες μέχρι 20 κόμβους.
Φυσικά ένα ακόμη επακόλουθο της αλλαγής στον τρόπο σκέψης που έφερε η χρήση των βομβαρδιστικών ήταν η υιοθέτηση δογμάτων προληπτικού χτυπήματος : «Ομοίως, δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να εμποδίσουμε τον αντίπαλο από το να μας επιτεθεί με την αεροπορία του εκτός από το να καταστρέψουμε την αεροπορική του ισχύ προτού να έχει την ευκαιρία να μας προσβάλει ».
Το σημαντικότερο όμως ήταν να καθοριστεί η φιλοσοφία δράσης του αεροπορικού όπλου ως καθαρά επιθετικό όπλο. : «Το ίδιο το μέγεθος μιας πιθανής αεροπορικής επίθεσης απαιτεί μιαν απάντηση στο ερώτημα «πως μπορούμε να αμυνθούμε απέναντί τους;» Σε αυτό απαντούσα πάντοτε «Με επίθέση» Όλα αυτά φυσικά υπό το πρίσμα ότι η αεροπορία μπορεί να μεταφέρει τον πόλεμο βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην επιφάνεια της στεριάς ή την επιφάνεια της θάλασσας.
Η ανάλυση των δυνατοτήτων του όπλου που συνεχώς διευρύνονταν λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων προσδιόρισαν τη σημασία της ταχύτητας στη δράση λόγω των αφού αυτή μπορούσε να επιφέρει πολλά και σημαντικά πλήγματα στον εχθρό : «...είναι φανερό ότι εκείνα τα έθνη που έχουν τα μέσα να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους ταχύτατα και να προσβάλουν σε όποιο σημείο των εχθρικών δυνάμεων και γραμμών ανεφοδιασμού επιθυμούν, είναι τα έθνη τα οποία έχουν τη
μεγαλύτερη δυνητικά επιθετική ισχύ »
Ο βασικός ρόλος της αεροπορίας όπως τον οραματίστηκε ο Ιταλός στρατηγός αφορούσε την απόκτηση του ελέγχου του αέρα, σε αντιδιαστολή με τις περιορισμένης σημασίας επιχειρήσεις υποστήριξης που γίνονταν έως τότε. Ο έλεγχος αυτός θα έδινε τη δυνατότητα άμεσου και αποφασιστικού επηρεασμού των επιχειρήσεων των άλλων όπλων : « Μια ανεξάρτητη αεροπορία που κατακτά τον έλεγχο του αέρα και διατηρεί ικανή ισχύ για να συντρίψει την αντίσταση του εχθρού θα είναι σε θέση να επιτύχει τη νίκη ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην
επιφάνεια».
Οι δυνατότητες που έδιναν στο στρατηγείο τα αεροπλάνα και η χρήση τους βαθιά μέσα στα εχθρικά μετόπισθεν για επιχειρήσεις εναντίον των βάσεων συγκέντρωσης και ανεφοδιασμού ήταν χωρίς προηγούμενο. Αυτό γιατί μέχρι τότε για να προσβληθούν αυτές οι βάσεις θα έπρεπε να διασπαστεί το μέτωπο, κάτι που έπαψε να είναι απαραίτητο αφού τα αεροπλάνα θα το παρέκαμπταν :«Το να έχεις τον έλεγχο του αέρα σημαίνει να είσαι σε θέση να διαχειρίζεσαι την επιθετική δύναμη με τέτοιο μέγεθος που προκαλεί την ανθρώπινη φαντασία. Σημαίνει να
είσαι σε θέση να αποκόψεις έναν εχθρικό στρατό ή ναυτικό από τις βάσεις επιχειρήσεών τους και να εκμηδενίσεις τις πιθανότητές τους να κερδίσουν τον
πόλεμο...με λίγα λόγια σημαίνει, να είσαι σε θέση να νικήσεις ».
Φυσικά η αποκοπή των εχθρικών δυνάμεων από τον ομφάλιο λώρο ανεφοδιασμού τους θα μετέτρεπε τις επιχειρήσεις στη στεριά και στη θάλασσα σε άμεσα εξαρτημένες από τον παράγοντα χρόνο σε συνδυασμό με το βαθμό κατανάλωσης των μέσων.
Η ανάγκη για εξοικονόμηση πόρων προσδιόρισε τη χρήση των μέσων και των υποδομών της πολιτικής αεροπορίας ως συμπληρωματικών σε αυτές των ενόπλων δυνάμεων :« Η πολιτική αεροπορία χρησιμοποιεί αεροπλάνα, εκπαιδεύει πιλότους και τους συντηρεί σε ενεργό υπηρεσία, και χρησιμοποιεί ποικίλα αεροπορικά μέσα – όλα αυτά μέσα άμεσα χρησιμοποιήσιμα από τα όργανα της εθνικής άμυνας, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις – όπως, για παράδειγμα ότι τα αεροπλάνα μπορούν να είναι ταχύτατα και εύκολα μετατρέψιμα σε πολεμικά αεροπλάνα ».
Βέβαια η λογική της χρήσης των αεροπλάνων για πολεμικούς σκοπούς αν και δε διαψεύστηκε ποτέ εντελώς εν τούτοις μάλλον απείχε σημαντικά από τον τρόπο που την οραματίστηκε ο DOUHET.
Η χρήση της ορολογίας «έλεγχο του αέρα», ενδεχομένως να ξένισε αρχικά γι’ αυτό προέκυψε η ανάγκη ανάλυσης. Το να κατακτηθεί ο έλεγχος του αέρα από μια αεροπορική δύναμη ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους, σίγουρα όμως ο δημοφιλέστερος, από την πλευρά των αντιπάλων, θα ήταν η λογική της διόγκωσης της απαιτούμενης δύναμης ώστε στη συνέχεια να απαξιωθεί η θεωρία λόγω του κόστους των απαιτουμένων μέσων :« Με την έκφραση «έλεγχο του αέρα» δεν εννοώ την κυριαρχία στον αέρα ούτε την κυριαρχία των αεροπορικών μέσων, μα την κατάσταση εκείνη στην οποία βρισκόμαστε ικανοί να πετάξουμε απέναντι σε έναν εχθρό που δεν μπορεί να κάνει το ίδιο ».
Η σωστότερη όμως ερμηνεία είναι τα μέσα και ο τρόπος χρήσης της δύναμης αυτής.
Οι πρωτόγνωρες αυτές δυνατότητες προσβολής και καταστροφής στόχων στα εχθρικά μετόπισθεν έφεραν στο προσκήνιο τα κέντρα βάρους του Κλαούζεβιτς τα οποία ο DOUHET περιέγραψε ως «ζωτικά κέντρα».
Στόχοι που μέχρι τότε μόνο στα χαρτιά θα μπορούσαν να βρίσκονται, ήρθαν σε απόσταση βολής με τα αεροπλάνα: «Γενικά οι αεροπορικές επιθέσεις θα κατευθυνθούν εναντίον τέτοιων στόχων όπως οι βιομηχανικές και οι εμπορικές εγκαταστάσεις της ειρηνικής περιόδου, σημαντικά κτίρια, ιδιωτικά και δημόσια, μεταφορικές αρτηρίες και κέντρα, καθώς και συγκεκριμένα προσδιορισμένες περιοχές με αστικό πληθυσμό ». Ο βομβαρδισμός των αστικών κέντρων έχει χρεωθεί υπερβολικά στον DOUHET πιθανότατα γιατί τον ευαγγελίστηκε πρώτος.
Παρ’ όλα αυτά όμως χρησιμοποιήθηκε από όλους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς σοβαρά υλικά
αποτελέσματα. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η χρήση του ήταν συντριπτική και καθόρισε τη συμμαχική νίκη σε μεγάλο βαθμό.
Αρχές και τρόποι χρήσης της αεροπορικής ισχύος.
Η σοβαρότατες αλλαγές που έφερε η τεχνολογία προσδιόρισαν σε μεγάλο
βαθμό και τη φύση των επιχειρήσεων. Το υποβρύχιο, το άρμα, το αεροπλάνο έφεραν επανάσταση στα μέχρι τότε διαθέσιμα μέσα. Κατά συνέπεια οι δυνατότητες χρήσης τους στο πεδίο της μάχης για την επίτευξη της νίκης έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα. Το ρόλο αυτό ανέλαβαν οι οραματιστές που έφεραν νέες ιδέες για την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογικών εξελίξεων και των αλλαγών που συνεπάγονταν στις ένοπλες δυνάμεις της εποχής. Το μυστικό όπως πάντα βρισκόταν στην ταχύτητα αντίληψης των αλλαγών και προσαρμογής σε αυτές : «Η νίκη χαμογελά σε εκείνους που προβλέπουν τις αλλαγές στο χαρακτήρα του πολέμου, όχι σε εκείνους που περιμένουν να προσαρμοστούν αφού συμβούν οι αλλαγές...Αυτοί που είναι πρώτοι έτοιμοι όχι μόνο θα νικήσουν γρήγορα αλλά θα νικήσουν και με τις λιγότερες θυσίες και με το ελάχιστο κόστος σε μέσα »
Η χρήση των αεροπλάνων για την καταστροφή της εχθρικής αεροπορίας
στο έδαφος ήταν μια προοπτική που θα επιτύγχανε άμεσα το διπλό στόχο που
έθετε ο «έλεγχος του αέρα», αφού θα επέτρεπε στις φίλιες δυνάμεις να επιχειρούν
ανενόχλητες ενώ θα στερούσε και την αεροπορική δυνατότητα στον αντίπαλο.
Ουσιαστικά πρόκειται για απαγόρευση του πεδίου της μάχης στην αεροπορική του
διάσταση: «Ομοίως, το να καταστρέψεις τα εχθρικά αεροσκάφη ψάχνοντάς τα
στον αέρα είναι, αν και όχι τελείως άχρηστο, η λιγότερο αποτελεσματική μέθοδος.
Ένας πολύ καλύτερος τρόπος είναι να καταστρέψεις τα αεροδρόμιά του, τις βάσεις
ανεφοδιασμού και τα κέντρα παραγωγής ». Η αξία αυτής της διατύπωσης είναι
τόσο μεγάλη που παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.
Η εφαρμογή των αρχών του πολέμου δεν εξαιρεί τις αεροπορικές δυνάμεις.
Ειδικά μετά την ποικίλη χρήση των αεροπορικών δυνάμεων κατά των Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο διαπιστώθηκε με πολύ αίμα ότι η συγκέντρωση δύναμης είναι
σημαντικότατος παράγοντας για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων : « Μια
ανεξάρτητη πολεμική αεροπορία θα πρέπει να επιχειρεί πάντα με συγκέντρωση
δύναμης ».
Παράλληλα η αξία του αεροπορικού όπλου καθόριζε τη σημασία του
χρόνου στις επιχειρήσεις αφού πια ήταν δυνατό να εκτελεστούν επιχειρήσεις με μεγάλη αποτελεσματικότητα με πολύ συμπιεσμένο το χρονικό παράγοντα :
«Προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή στο συντομότερο δυνατό χρόνο ».
Εξ’άλλου μια σοβαρότατη παράμετρος ήταν η δυνατότητα των
αεροπλάνων να εξορμούν από απομακρυσμένες μεταξύ τους βάσεις και να
λαμβάνουν διάταξη μάχης σε ελάχιστες ώρες κάτι που δεν μπορούσε να επιτύχει ο
στρατός και το ναυτικό πριν περάσουν κάποιες ημέρες ή εβδομάδες : «Με
δεδομένη την ταχύτητα των μονάδων της, ανεξαρτήτως του πόσο ευρέως μπορεί
να είναι διεσπαρμένες οι βάσεις επιχειρήσεών της στον καιρό της ειρήνης, θα
μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της κατά μήκος του μετώπου της και να
είναι έτοιμη για δράση σε μερικές ώρες ».
Τεχνικά και άλλα θέματα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο DOUHET μέσα από τα κείμενά του προφητεύει
σε κάποιο βαθμό και τα μελλούμενα φυσικά κάνοντας χρήση της βαθιάς γνώσης
του, της εμπειρίας και της αντίληψής του. Συγκεκριμένα αντιλήφθηκε τη στροφή
της Γερμανίας προς το αεροπορικό όπλο τόσο λόγο της παράδοσης που ήδη
διέθεταν οι Γερμανοί όσο και λόγο των δυνατοτήτων του που ήταν πολλαπλάσιες
του κόστους του : «Είναι ένα γεγονός ότι η Γερμανία, που εξαναγκάστηκε να
αφοπλιστεί σε στεριά και θάλασσα, θα οδηγηθεί στο να εξοπλιστεί στον αέρα »
∆ημιουργώντας ένα υποθετικό σενάριο για να αποδείξει τη δύναμη των
απόψεών του αντιπαραθέτει μια αεροπορία με τη μορφή και την οργάνωση που
αυτός επιθυμεί και μια με τη μορφή την αεροποριών που ήδη υπάρχουν την εποχή
εκείνη. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα τη Γερμανική
αεροπορία, η οποία την εποχή εκείνη δεν υπάρχει καν, αντιπαρατιθέμενη με τη
Γαλλική. Τα αποτελέσματα είναι μετά από 18 χρόνια τα ίδια με το παράδειγμα αφού και οι δυο αεροπορίες είναι περίπου όπως περιγράφονται : «Ας θεωρήσουμε – υποθετικά φυσικά – ότι η Γερμανία είχε μια πολεμική αεροπορία της δύναμης που περιγράφηκε παραπάνω και αποφάσιζε να επιτεθεί στη Γαλλία, η οποία ήταν εξοπλισμένη μόνο με τα αεροπορικά μέσα που έχει τώρα στην κατοχή της. Πόσο πιστεύετε ότι θα χρειαζόταν στη Γερμανία να εξουδετερώσει όχι μόνο τις Γαλλικές αεροπορικές δυνάμεις, αλλά και την ίδια την καρδιά της Γαλλίας; »
Άλλο ένα παράδειγμα της αναλυτικής του ικανότητας – ή «μαντικής» τέχνης
του αν προτιμάτε - διαπιστώνουμε όταν αναφέρεται στη δυνατότητα διεξαγωγής
αεροπορικών επιχειρήσεων ανάμεσα σε απομακρυσμένους αντιπάλους λόγω των
ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Στην περίπτωση αυτή επιβεβαιώνεται από το
Pearl Harbor 20 χρόνια αργότερα : « Και καθώς η επιθετική ισχύς των
αεροπλάνων , θεωρούμενα ως πολεμικές μηχανές, θα αυξάνεται διαρκώς, δεν
υπάρχει τίποτα που να μας εμποδίσει να σκεφτούμε ότι στο όχι πολύ μακρινό
μέλλον, η Ιαπωνία μπορεί να είναι σε θέση να επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής ή το αντίθετο».
Λόγω των τεχνικών του σπουδών δεν μπορεί να αντισταθεί στο να κάνει
εκτιμήσεις αλλά και εισηγήσεις πάνω σε τεχνικά θέματα. Αυτό είναι ίσως και η
μοναδική αποτυχημένη προσέγγισή του. Οραματίζεται ένα υπεραεροπλάνο που
θα κάνει τα πάντα : « Από αυτό το γεγονός ξεπηδά η ιδέα ενός αεροπλάνου
κατάλληλου και για μάχη και για βομβαρδισμό, το οποίο για απλότητα θα
αποκαλώ «αεροπλάνο μάχης».
Στη συνέχεια με βάση το υπεραεροπλάνο του κατανέμει και τον όγκο των
δυνάμεων ώστε να γίνει ολοκληρωμένο το όραμά του : «Κατά συνέπεια, από όλα
τα σημεία θεώρησης είναι καλύτερο ο όγκος μιας Ανεξάρτητης Αεροπορίας, να
αποτελείται αποκλειστικά από αεροπλάνα μάχης που να είναι σχεδιασμένα για
αερομαχίες και για επιθέσεις βομβαρδισμού στην επιφάνεια».
Η προσπάθεια ανάλυσης τακτικών του αεροπορικού πολέμου ήταν
καταδικασμένη να αποτύχει κυρίως θεωρώ λόγω της μη άμεσης εμπλοκής του με
αυτόν αλλά και λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων που επέφεραν
συνεχείς αλλαγές τόσο στα μέσα όσο και στον τρόπο χρήσης : «Αυτό που
καθορίζει τη νίκη στον αεροπορικό πόλεμο είναι η ισχύς πυρός. Η ταχύτητα
εξυπηρετεί μόνο για να εμπλακείς με τον αντίπαλο ή να του ξεφύγει, τίποτε άλλο.
Ένα πιο αργό, βαριά οπλισμένο αεροσκάφος, ικανό να καθαρίσει το δρόμο του με
τον οπλισμό του, μπορεί να θριαμβεύσει επί των ταχύτερων καταδιωκτικών
αεροπλάνων »
Εκτός όλων αυτών ο DOUHET προσπάθησε να αναλύσει τις δυνατότητες
των βομβαρδιστικών αεροσκαφών με βάση τη ζημιά που μπορούν να
προκαλέσουν. Χρησιμοποίησε υπολογισμούς που φαντάζουν κάπως αυθαίρετοι
παρ’ όλα αυτά όμως τόλμησε να το κάνει με μέθοδο και να βγάλει συμπεράσματα
από αυτούς όπως τα απαιτούμενα αεροπλάνα ανά αεροπορική μονάδα. Επίσης
μίλησε για τον τρόπο βομβαρδισμού και τα είδη των όπλων περιλαμβάνοντας και
χημικά αέρια σύμφωνος με το πνεύμα της εποχής. Τέλος απαξίωσε σχεδόν
πλήρως το αντιαεροπορικό όπλο κάτι που δεν θα επιβεβαιωνόταν στο μέλλον.
Αξιολόγηση
Μια βασική παράμετρος που παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα είναι η
κατάκτηση του «ελέγχου του αέρα» ή αεροπορική υπεροχή όπως έχει επικρατήσει
σαν όρος. Είναι σίγουρα εντυπωσιακό να παρατηρούμε ότι παρά την τεράστια
τεχνολογική πρόοδο, παρά τις εξελίξεις ουσιαστικά η συγκεκριμένη αρχή-
αναγκαιότητα του πεδίου της μάχης στέκει αμετάβλητη.
Ο DOUHET, υποτιμά τις δυνατότητες των αντιαεροπορικών όπλων
επηρεασμένος από τις δυνατότητες των όπλων αυτών που υπήρχαν τότε. Σίγουρα
Η τεχνολογική εξέλιξη συνέβαλε στην πολύ μεγάλη ανάπτυξη των
αντιαεροπορικών συστημάτων πυραυλικών και μη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον
συνυπολογισμό της απειλής αυτής στις μετέπειτα επιχειρήσεις.
Χρησιμοποιεί υπερβολικές λεπτομέρειες στον καθορισμό του πως πρέπει
να είναι ένα βομβαρδιστικό ή ένα μαχητικό αεροπλάνο αν πρέπει ή όχι να έχει
μεγάλη ταχύτητα, ευελιξία και οπλισμό και πόση έκταση πρέπει να είναι σε θέση
να βομβαρδίσει. Είναι σίγουρα αναλυτικότατος με μια προσεγμένη μεθοδολογία
που αντικατοπτρίζει τη μόρφωσή του, όμως τα επιχειρήματα που μάλλον δεν
ευσταθούσαν πολύ λόγω της μικρής συνολικής εικόνας που υπήρχε για τις
δυνατότητες των αεροσκαφών αλλά και τους συντελεστές βαρύτητας που τις
επηρεάζουν την εποχή εκείνη.
Στην πρώτη έκδοση 1921 γράφει υπέρ της ύπαρξης δυο βοηθητικών
αεροποριών που θα υποστηρίζονται από τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς και
μιας ανεξάρτητης αεροπορίας που θα ασχολείται με την κυριαρχία του αέρα. Στη
δεύτερη έκδοση επιχειρηματολογεί υπέρ της ανεξάρτητης αεροπορίας και μόνο με
το σκεπτικό ότι οι δυο βοηθητικές είναι τελείως άχρηστες και αποσπούν μέσα και
προσωπικό από τον κύριο σκοπό.
Παρά το γεγονός ότι μάλλον ξενίζει σήμερα η λογική της χρήσης των μέσων
της πολιτικής αεροπορίας για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών, εν τούτοις στο
Μεσοπόλεμο αυτό δεν ήταν μόνο μια θεωρία αλλά έγινε και πράξη. Η Γερμανική
αεροπορία λόγω των περιορισμών που της είχαν επιβληθεί χρησιμοποίησε σαν
προκάλυψη τη χρήση αερολεσχών αλλά και της Λουφτχάνσα για την εκπαίδευση
των πληρωμάτων που επάνδρωσαν τη Λουφτβάφε κατά τον πόλεμο. Μάλιστα η εκπαίδευσή τους ήταν πολύ σχολαστική αλλά και ιδιαίτερα αποτελεσματική και
ήταν η κορυφαία παρεχομένη εκπαίδευση την εποχή εκείνη. Τα αεροσκάφη που
χρησιμοποιούσε η πολιτική αεροπορία την εποχή εκείνη έγιναν τα πρώτα μέσα
που χρησιμοποίησε η Λουφτβάφε μετά την ίδρυσή της όπου τα ΗΕ-51 από
αεροσκάφη «ταχυδρομείου» έγιναν τα πρώτα καταδιωκτικά ενώ τα JU-52 από
αεροσκάφη αερογραμμών έγιναν βομβαρδιστικά, ενώ λόγω των ραγδαίων
εξελίξεων στην ανάπτυξη αεροσκαφών μετατράπηκαν τελικά σε μεταγωγικά
κυρίως λόγω της μικρής τους ταχύτητας.
Επιδράσεις
Οι επιδράσεις των θεωριών του DOUHET ήταν καθοριστικές για τη
συνολική ίσως εξέλιξη του αεροπορικού όπλου. Αυτό συνέβη λόγω της επιρροής
που είχαν τα γραπτά του σε όλους τους άλλους θεωρητικούς της εποχής.
Η επιρροή των πρώτων θεωρητικών σε ότι αφορά τη χρήση των
βομβαρδιστικών ήταν καταλυτική σε όλα τα επίπεδα κατά το Μεσοπόλεμο. Όλες οι
χώρες μπήκαν σε έναν αγώνα δρόμου για να κατασκευάσουν βομβαρδιστικά
αεροσκάφη , γρήγορα, βαριά οπλισμένα και όσο τα δυνατόν πιο ακριβή στη
σκόπευση ώστε να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχαν θέσει οι
θεωρητικοί της αεροπορικής ισχύος, τόσο οι DOUHET και MITCHELL όσο και οι
CAPRONI, TRENCHARD και άλλοι. Έτσι η ιταλική βιομηχανία κατασκεύασε το
μέσο βομβαρδιστικό SAVOIA MARCHETTI S.Μ.-79 Το οποίο είχε ταχύτητα
σχεδόν 300 ΜΑΩ τη στιγμή που τα περισσότερα καταδιωκτικά της εποχής δεν
υπερέβαιναν τα 250 ΜΑΩ. Ήταν ουσιαστικά μια προβολή του Αεροσκάφους
Μάχης που περιέγραφε ο DOUHET στα βιβλία του.
Η ουσιαστικά καθολική αποδοχή κατά το μεσοπόλεμο της σημασίας του
βομβαρδιστικού αεροσκάφους και η σημαντικότατες προς αυτή την κατεύθυνση
εξελίξεις επιβεβαίωσαν πανηγυρικά τις θεωρίες του. Ίσως η μοναδική αεροπορία
που δεν υιοθέτησε πλήρως τις απόψεις του και έμεινε σε τακτικό καθαρά επίπεδο
ηταν η Γερμανική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι παρά το γεγονός της ανεξαρτητοποίησης της Λουφτβάφε από το στρατό, κατά τις επιταγές του DOUHET, η αρχική «σκιώδης» παρουσία της μέσα στο Επιτελείο του στρατού και η επάνδρωση με αριθμό στελεχών από το στρατό οδήγησε και στην υιοθέτηση τακτικών κατά βάση δογμάτων και προσαρμογή στην υποστήριξη τω χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων. Πάντως ο βομβαρδισμός της πόλης GUERNICA αλλά και των πόλεων DURANGO και OCHANDIANO, ίσως να ήταν δοκιμή των θεωριών DOUHET, στην πράξη ώστε να αξιολογηθεί η αξία τους.
Οι Βρετανοί που επηρεάστηκαν και από τον SIR HUGH TRENCHARD, ο οποίος ευαγγελιζόταν τα ίδια με τον DOUHET, δημιούργησαν τη ∆ιοίκηση Βομβαρδιστικών. Η έρευνά τους κατευθύνθηκε προς την κατασκευή τόσο τακτικών βομβαρδιστικών, κατά βάση δικινητήριων, όσο και τετρακινητήριων στρατηγικών βομβαρδιστικών. Αυτή τους η επιλογή οδήγησε εν πολλοίς και στη νίκη κατά τις επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Ιταλοί, σαν απόγονοι του DOUHET, ακολούθησαν τις επιταγές του με
τη διαφορά όμως ότι οι αποστάσεις που είχαν να καλύψουν τα Ιταλικά
βομβαρδιστικά ήταν μικρότερες σε σχέση με τις περιπτώσεις των Αμερικανών και
των Βρετανών. Έτσι τα Ιταλικά αεροσκάφη ήταν δικινητήρια ή τρικινητήρια αλλά
είχαν σημαντικές ταχύτητες για την εποχή. Συγκριτικά τα Ιταλικά βομβαρδιστικά
αεροσκάφη στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ήταν ταχύτερα από πολλά
καταδιωκτικά της εποχής.
Οι Ιταλοί ακολούθησαν το δόγμα DOUHET, σε ότι αφορά την επιλογή
πληθυσμιακών κέντρων ως στόχων, με σκοπό την κατάρρευση του ηθικού του
άμαχου πληθυσμού. Έτσι βομβαρδίστηκε κατά την έναρξη των επιχειρήσεων το
Τατόι και η Πάτρα 36 . Σημειώνουμε τη χρήση μεγάλων βομβαρδιστικών από τους
Βρετανούς εναντίον στρατηγικών στόχων στην Αλβανία πίσω από τη γραμμή του
μετώπου, αλλά και στην ηπειρωτική Ιταλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου